πολύκολπος

πολύκολπος
πολύκολπος
with many sinus
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύκολπος — ον, Α (για μήτρα ή για συρίγγιο) αυτός που έχει πολλούς κόλπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κολπος (< κόλπος), πρβλ. αγλαό κολπος, ευρύ κολπος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκολπον — πολύκολπος with many sinus masc/fem acc sg πολύκολπος with many sinus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκόλπου — πολύκολπος with many sinus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”